Τοπικός παραδοσιακός πολυφωνικός χορός, που το χορεύουν οι Παπαδιώτες την εβδομάδα της Διακαινησίμου (της Λαμπρής), στην πλατεία του χωριού και στα παρεκκλήσια. Μπροστά χορεύουν οι φουστανελοφόροι και οι βρακοφόροι (με τις μπουραζάνες) άνδρες και γυναίκες με τις τοπικές Σουλιώτικες παραδοσιακές στολές, ακολουθούν οι υπόλοιποι άνδρες κατά σειρά ηλικίας, στην συνέχεια οι γυναίκες και τέλος τα μικρά παιδιά. Τους στίχους των τραγουδιών τραγουδούν οι πρώτοι μισοί και στην συνέχεια τους επαναλαμβάνουν οι υπόλοιποι. Ο βηματισμός είναι ίδιος σε όλα τα τραγούδια, και κάποιες φορές δύο χορευτές που προηγούνται του χορού κάνουν διάφορες χορευτικές φιγούρες. Σε περιπτώσεις που η συμμετοχή του κόσμου είναι πάρα πολύ μεγάλη, σχηματίζεται ξεχωριστός εσωτερικός κύκλος από τις γυναίκες. Τα τραγούδια αναφέρονται στην εκκλησία μας, εξυμνούν την πίστη μας, την Παναγία και τον Άγιο Γεώργιο. Αναφέρονται επίσης στην αγάπη, στην ξενιτιά, στον πόλεμο των Σουλιωτών με τους Τούρκους και την προσδοκία για την απελευθέρωση του γένους από τον Τουρκικό ζυγό, στην τοπική παράδοση και σε διάφορα άλλα γεγονότα. Την Τρίτη του Πάσχα το πρωί μετά την Θεία Λειτουργία, χορεύουν στον αύλειο χώρο στον Άγιο Γεώργιο, και την Παρασκευή το πρωί στο παρεκκλήσιο της Ζωοδόχου Πηγής. Η αποκορύφωση του χορού γίνεται την Παρασκευή του Πάσχα το απόγευμα, μετά τον Πανηγυρικό Αναστάσιμο Εσπερινό της Αγάπης στην Εκκλησία της Αγίας Τριάδος και με την καθολική συμμετοχή των συγχωριανών και πλήθους κόσμου από τα γύρω χωριά, γίνεται το δίπλωμα του χορού την ώρα που βασιλεύει ο ήλιος, με τον Ιερέα και τους τοπικούς άρχοντες του χωριού να ηγούνται του χορού και παράλληλα να τραγουδούν στίχους για την Παναγία μας, και να εκφράζονται οι ευχές να ξαναβρεθούμε πάλι του χρόνου να εορτάσουμε όλοι μαζί το Πάσχα. Με το τέλος του χορού, η καμπάνα σημαίνει χαρμόσυνα και όλοι στην συνέχεια κάθονται στα καφενεία του χωριού για να απολαύσουν τους εκλεκτούς μεζέδες και να διασκεδάσουν μαζί με τους γνωστούς, τους συγγενείς και τους φίλους.
Ακολουθούν τα τραγούδια που χορεύονται την εβδομάδα της Λαμπρής, και φωτογραφικό υλικό.
ΣΗΜΕΡΑ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ Σήμερα Χριστός Ανέστη κι αύριο αληθώς ανέστη σήμερα και τα παιδιά κάθονται καμαρωτά σήμερα και τα κορίτσια κάθονται σαν κυπαρίσσια σήμερα κι οι παντρεμένες κάθονται καμαρωμένες σήμερα και οι γερόντοι καμαρώνουν στο αλώνι σήμερα και οι γριές βάζουν κόκκινες ποδιές
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Αγιώργη Αγιώργη αφέντη μου, σε γρίβο καβαλάρης το θαύμα όπου έκανες εγώ θα μολογήσω για τούτο τ’ άγριο θεριό το δράκο το μεγάλο σταλιά νερό δεν άφηνε να πιούν στο πανηγύρι θέλει να φάει άνθρωπο και το νερό ν’ αφήσει. Και ’ρίξαν την πολυψηφιά το τίνος θε να πέσει κι ο κλήρος πάησε κι έπεσε σε μια Βασιλοπούλα Την πήγαν και την άφησαν κοντά από το δράκο εκεί ένας νιός εφάνηκε καβάλα στ’ άλογό του Κόρη γιατί θλίβεσαι και βαρυαναστενάζεις; Φεύγα παιδί μου απ’ εδώ να μη σε φάει ο δράκος. και το στοιχειό ξεκίνησε την κόρη για να φάει. Κι ο Άγιος τον κυνήγησε και σκότωσε τον δράκο και το νερό ξεκίνησε για τα γλυκά ποτάμια. Έλα παιδί μ’ στο Βασιλιά δώρα να σου χαρίσει. Να πας κόρη μ’ στο σπίτι σου, να πας στον Βασιλιά σου να πεις κόρη μ’ της μάνας σου, να πεις του Βασιλιά σου, εγώ το δράκο σκότωσα και είμαι ο Αγιώργης. Να φτιάξεις κόρη μ’ μια Εκκλησιά να φτιάξεις τον Αγιώργη να φτιάξεις την εικόνα μου καβάλα στ’ αλογό μου με το σπαθί στο χέρι μου το δράκο να σκοτώνω και σε κόρη μ να κάθεσαι κοντά από τ' άλογό μου και να δοξάζετε τον Χριστό και να τον προσκυνάτε.
ΝΥΧΤΑ ΗΤΑΝ ΠΟΥ ΧΟΡΕΥΑΜΕ Νύχτα ήταν που χορεύαμε κανένας δεν μας είδε μας είδε τ’ άστρο αυγερινός και το λαμπρό φεγγάρι μας είδε ένα Τουρκόπουλο που κυνηγάει την κόρη και η κόρη πάει και στάθηκε μες τ’ Αγιωργιού την πόρτα. Αγιώργη Αγιώργη βόηθα με ο Τούρκος μη με πιάσει σου τάζω λίτρες το κερί κι οκάδες το λιβάνι κι εφτά βουβαλοδέρματα κι αυτά γεμάτα λάδι κι η πόρτα εραγίσθηκε και μπαίνει η κόρη μέσα. Κι ο Τούρκος πάει και στάθηκε μες τ’ Αγιωργιού την πόρτα Αγιώργη Αγιώργη βόηθα με την κόρη για να πιάσω σου τάζω λίτρες το κερί κι οκάδες το λιβάνι κι εφτά βουβαλοδέρματα κι αυτά γεμάτα λάδι κι η πόρτα εραγίσθηκε και μπαίνει ο Τούρκος μέσα.
τώρα κι η γη στολίζεται στ’ άνθη και στα λουλούδια. Τώρα κι ο ξένος βούλεται στον τόπο του να πάει. Πιάνει σελώνει τ’ άλογο πιάνει το καλιγώνει βάζει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια και τα καλιγωστήρια του κι αυτά μαλαματένια. Στον δρόμο όπου πήγαινε στον δρόμο που πηγαίνει Βρίσκει την κόρη από μπροστά την βρύση να γιομίζει Κόρη μ’ για βγάλε μας νερό να πιω εγώ κι ο μαύρος. Κόρη μου γιατί θλίβεσαι και βαρυαναστενάζεις. Έχω άντρα στην ξενητιά και λείπει τριάντα χρόνια άλλοι μου λέν’ πως πέθανε κι άλλοι μου λέν’ πως χάθηκε Αλήθεια κόρη μ’ πέθανε αλήθεια κόρη μ’ χάθηκε.
ΔΙΑΒΑΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ Διαβάτε από την Παναγιά κι από το Κουκλέσι να δείτε και ν’ ακούσετε νύφες του Κίτσιο Φώτoυ πως κλαίνε πως μοιριολογούν, πως χύνουν μαύρα δάκρυα κι αυτός ο Κίτσιος ο πικρός στέκεται και τους λέγει: Κλάψτε νυφoύλες θλιβερές το πρώτο το παιδί μου τoύχα πρώτο στα Γιάννενα στ’ ασκέρι του Βεζύρη Kλάψτε νυφούλες θλιβερές, το μεσινό παιδί μου τούχα πρώτο στα πρόβατα, πρώτο και στο κοπάδι Κλάψτε νυφoύλες θλιβερές, το κοντινό παιδί μου τούχα πρώτο στο σπίτι μου, πρώτο και στο ζευγάρι.
ΣΤΗ ΒΡΥΣΗ ΣΤΑ ΤΣΕΡΙΤΣΙΑΝΑ Στη βρύση στα Τσερίτσιανα στη μέση από τη χώρα Μπουλουκπασάδες κάθονταν κι όλοι Μαργαριτιώτες κι αγνάντευαν τον πόλεμο πως πολεμάν στο Σούλι πως πολεμάν μικρά παιδιά γυναίκες σαν τους άντρες πως πολεμάει ο Μπότσαρης πως πολεμάει Τζαβέλας πως πολεμάει Τζαβέλαινα σαν πρώτο παλικάρι σέρνει φουσέκια στην ποδιά στουρνάρια στο ζωνάρι
ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΣΤΟ ΚΕΡΑΣΟΒΟ Στη χώρα στο Κεράσοβο στη μέση από τη χώρα Μπουλουκπασάδες κάθονταν με τους Μοτσαϊσαίους κι αγνάντευαν τον πόλεμο πως πολεμάν στο Σούλι πως πολεμάν μικρά παιδιά, γυναίκες σαν τους άντρες πως πολεμάει ο Μπότσαρης, πως πολεμάει Τζαβέλας πως πολεμάει Τζαβέλαινα σαν πρώτο παλικάρι. Πέντε πολέμους έκαναν απ' το πρωί ως το γιόμα κι άλλους πέντε εσύνταζαν αυτού στο μεσημέρι. Παπανικόλας φώναξε από το μετερίζι: Πάψτε παιδιά μ’ τον πόλεμο πάψτε και τα ντουφέκια να κατακάτσει ο κουρνιαχτός να μετρηθεί τ’ ασκέρι. . Μετριούνται οι Τούρκοι τρεις φορές και λείπουν τρεις χιλιάδες μετριούνται τα κλεφτόπουλα και λείπουν δυό νομάτοι λείπει ο Γιάννος ο Μακρής κι ο Κώστας Συρρακιώτης. Νάτοι κι εκείνοι π’ έρχονται μ’ εννιά Τούρκους δεμένους. Παιδιά μου που τους πιάσατε τους παλιό Αρβανίτες Στην Εκκλησιά τους πιάσαμε πίσ’ από τ’ Άγιο Βήμα.
ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥΣάββατο μέρα διάβαινα από το Μεσολόγγι ήταν Σάββατο των Βαγιών Σαββάτο τ’ Αη-Λαζάρου κι άκουσα αντρίκια κλάματα γυναίκεια μοιριολόγια Δεν κλαίνε για τον πόλεμο όπου θα σκοτωθούνε μον’ κλαίν’ που σώσαν το ψωμί και θα τους φάει η πείνα Στην Εκκλησιά μαζεύτηκαν όλοι καπεταναίοι Συμβούλιο εκάνανε το τι θ’ αποφασίσουν κι απόφαση εβγάλανε την Έξοδο να κάνουν την Έξοδο σαν έκαναν θρήνος μεγάλος γίνηκε.
ΕΝΑ ΚΑΡΑΒΙ ΑΡΜΕΝΙΖΕ Ένα καράβι αρμένιζε για τη Φραγκιά να πάει. Καραβοκύρης φώναξε ψηλά από το κατάρτι ποιος ήταν π’ αναστέναξε και στάθηκε το καράβι. Αν είναι από τους δούλους μου να τον βαρυπληρώσω κι αν είναι από τους σκλάβους μου να τον ελευθερώσω. Εγώ ήμουν π' αναστέναξα και στάθηκε το καράβι, είδα όνειρο, κακό όνειρο, κακό για το κορμί μου, πως πάντρευαν την κόρη μου και στον εχθρό τη δίνουν.
ΠΟΥ ΠΗΡΕ Ο ΛΥΚΟΣ ΤΟ ΠΑΙΔΙ Το μάθατε τι έγινε πέρσι το καλοκαίρι που πήρε ο λύκος το παιδί απ’ την ποδιά της μάνας. Χίλιοι πεζοί τον κυνηγούν τριακόσιοι της καβάλας κανένας δεν τον έφτασε από τα παληκάρια. Κι η μάνα πούχε τον καημό, πούχε καημό μεγάλο επήγε και τον έφτασε σ’ ένα έρημο λαγκάδι. Άσε μου λύκε το παιδί και φάγε μου τα πράτα. Εγώ πρατάκια έχω φάει, παιδί δεν έχω φάει. Εγώ γιδάκια έχω φάει, παιδί δεν έχω φάει Πνίγει τον λύκο απ’ το λαιμό και το παιδί της παίρνει.
ΜΙΑ ΚΟΡΗ ΑΠΟ ΤΑ ΓΡΕΒΕΝΑ Μια κόρη από τα Γρεβενά στο θέρο κατεβαίνει έργους, έργους εθέριζε, έργους καρδιοπονούσε Και το δρεπάνι ακούμπησε να κάνει το παιδί της. Και το παιδί της έκανε και πάει να το πνίξει. Μια περδικούλα φώναξε από ψηλή ραχούλα: Που πας μα να με το παιδί σκύλα με το κουτάβι εγώ με δεκαοχτώ παιδιά κανένα δεν πινίγω και συ με τόνα το παιδί πάεις να το πινίξεις. Εσύ τα δεκαοχτώ παιδιά τάχεις με την τιμή σου κι εγώ το ένα το παιδί τόχω με την ντροπή μου.
ΕΣΕΙΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑΚΙΑ ΜΟΥ Εσείς τριανταφυλλάκια μου κι εσείς μυρωδικά μου εσείς μ’ αποκοιμήσαταν και μου έφυγε η αγάπη. Παίρνω τα όρη ψάχνοντας και τα βουνά ρωτώντας και την καρδιά κρατώντας Και πήγα και την εύρηκα στον αργαλειό που υφαίνει της κρένω δεν μου κρένει. Κρίνε μ’ αγάπη κρίνε μου και παρηγόρησέ με. -Παρηγοριά έχει ο θάνατος κι ελεημοσύνη ο Χάρος Κι ο ζωντανός ξεχωρισμός παρηγοριά δεν έχει.
Ο ΚΩΣΤΑΣ ΕΞΕΚΙΝΗΣΕ Ο Κώστας εξεκίνησε στην Εκκλησιά να πάει μπροστά βάζει τη μάνα του πίσω την αδελφή του στη μέση μπαίνει ο Κωσταντής σαν ήλιος στολισμένος Τον βλέπει ο ήλιος χάνεται κι ημέρα σκοτιδιάζει γυρίζει η μάνα και του λέει κι αδελφή του κρένει. Κώστα μ’ το τι κακό 'κανες το τι κακό 'χεις κάνει σε βλέπει ο ήλιος χάνεται κι η μέρα σκοτιδιάζει σε βλέπουν κι οι αγιοκκλησιές ανούν και κλειούν οι πόρτες. Γενού μάνα μ’ πνευματικός κι εσύ αδελφή του Διάκος να με ξεμολογήσετε να πω τα κρίματά μου. Ημουν μεγάλος στο Χωριό και μοίραζα τα χρέη στους πλούσιους ρίχνω δύο και τρεις και στους φτωχούς τριάντα της χήρας της κακότυχης της έριχνα σαράντα Ολοι δέναν τους μαύρους τους στ' αμπέλια στα τσαϊρια Κι εγώ πήγα και τόδεσα κοντά στο Άγιο Βήμα και σκάβει με τα πόδια του τα νυχοπέταλά του βγαίνει πανώρια λυγερή τριών μερών θαμμένη όλοι φιλούνε το σταυρό όλοι φιλούν Βαγγέλιο κι εγώ ο μαύρος τη φίλησα στα μάτια και στα φρύδια όλο το βιός μου ξόδεψα συγχώρεση δεν βρήκα.
ΟΛΕΣ ΟΙ ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΕΣ Όλες τις καπετάνισες από το Κακοσούλι στην Αρτα τις επέρασαν στα Γιάννενα τις πήγαν Όλες επροσκυνήσανε στ’ Αλή Πασά την πόρτα Κι αυτή η Λέν’ του Μπότσαρη δεν είναι με τις σκλάβες Αλή Πασάς εφώναξε σε όλο του τ’ ασκέρι Δεν έχω Toύρκoυς διαλεχτούς τη Λένη για να πιάσουν Λένη μ’ για ρίξε τ’ άρματα αφέντισσα να γίνεις. Εγώ είμαι η Λένη του Μπότσαρη τζαμί δεν προσκυνάω και παίρνει δίπλα τα βουνά και όλο πολεμώντας.
ΕΒΓΑ ΜΑΝΑ Μ’ ΚΑΙ ΦΩΝΑΞΕ Έβγα μάνα μ’ και φώναξε σ' όλους τους μαχαλάδες Όσα παιδιά είναι ανύπαντρα φέτος μη παντρευτούνε Φέτος θα γίνει πόλεμος θα γίνει ανταρτοσύνη θα κλάψουν μάνες για παιδιά γυναίκες για τους άντρες. Πολλά Βασίλεια πολεμούν όλα κατ’ την Τουρκία Πρώτοι είναι οι Ελληνες και δεύτερη η Σερβία τρίτοι είναι οι Βούλγαροι και τέταρτη η Αυστρία Κι ο Κωνσταντίνος πέρασε και πάει στο Μπιζάνι μέρα και νύχτα πολεμάει τα Γιάννενα να πάρει. Μια μέρα μια χρυσή μέρα εικοσιμιά Φλεβάρη Ο Κωνσταντίνος στρατηγός στα Γιάννενα πηγαίνει Γιαννιώτες τον εκαρτερούν με δόξα και λουλούδια κι εκείνος ο Εσάτ Πασάς του δίνει το σπαθί του.
ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες ματάκια ματάκια Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες ματάκια λιγωμένα, με λίγωσαν και μένα γιοφύρι εστεριώνανε στης Αρτας το ποτάμι. Ολημερίς το χτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν Μοιρολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες Πουλάκι πάησε κι έκατσε στη μεσηνή καμάρα. Δεν κελαηδούσε σαν πουλί μηδέ σαν χελιδόνι Μον’ κελαηδούσε κι έλεγε μ’ ανθρώπινη κουβέντα Αν δεν στεριώστε άνθρωπο γεφύρι δεν στεριώνει και μη στεριώσετε ορφανό μη ξένο μη διαβάτη παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα. Τ’ άκουσε ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει. Νάτη κι εκείνη φάνηκε από την άσπρη στράτα την είδε ο πρωτομάστορας ραγίζεται η καρδιά του. Από μακρυά τους χαιρετά και από κοντά τους λέγει. -Γεια σας χαράς σας μάστοροι και σεις οι μαθητάδες -Μα τι έχει ο πρωτομάστορας κι είναι βαργκομισμένος; Το δαχτυλίδι τούπεσε στην πρώτη την καμάρα και ποιος να μπει και ποιος να βγει το δαχτυλίδι νάβρει. -Μάστορα μη πικραίνεσαι κι εγώ θα πάω να στο φέρω εγώ θα μπω κι εγώ θα βγω το δαχτυλίδι να ’βρω. Μηδέ καλά κατέβηκε μηδέ στη μέση πήγε. Τράβα καλέ μ’ τον άλυσο τράβα την αλυσίδα τι όλο τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ηύρα. Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη Παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο. -Αλίμονο στη μοίρα μας κρίμα στο ριζικό μας Τρεις αδερφάδες ήμασταν και οι τρεις κακογραμμένες Η μια έμεινε στο Δούναβη κι η άλλη στον Ευφράτη κι η τρίτη η μικρότερη στης Άρτας το ποτάμι. Πως τρέμει το καρυόφυλλο να τρέμει το γεφύρι Πως πέφτουν τα δεντρόφυλλα να πέφτουν οι διαβάτες... -Κόρη μ’ τον λόγο άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε τι έχεις μονάκριβο αδερφό μη λάχει και περάσει. Κι αυτή τον λόγο ν άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει: -Αν τρέμουν τ’ άγρια βουνά να τρέμει το γεφύρι, κι αν πέφτουν τ’άγρια πουλιά να πέφτουν οι διαβάτες, τι έχω αδερφό στην ξενιτιά μη λάχει και περάσει.
ΚΑΓΚΕΛΑΡΗΣ Τέτοιαν ώρα μωρ’ μάτια μου, τέτοια ώρα ήταν εψές Τέτοιαν ώρα ήταν εψές τέτοια και παραπροψές. Στο χορό μωρ’ μάτια μου, στο χορό που χόρευαν στο χορό που χόρευαν όλ’ αγόρια και παιδιά. Ολ’ αγόρ’ μωρ’ μάτια μου όλα αγόρια και παιδιά Ολ’ αγόρια και παιδιά και κορίτσια ανύπαντρα. Πώχουν κο μωρ’ μάτια μου πώχουν κόκκινες ποδιές πώχουν κόκκινες ποδιές πράσινες και γαλανές. Καγκελάρ’ μωρ’ μάτια μου Καγκελάρης του χορού Καγκελάρης του χορού κάνε δίπλα το χορό. Κάνε δίπλ’ μωρ’μάτια μου, κάνε δίπλα το χορό κάνε δίπλα το χορό διπλοκαγκελίσματα. Καγκελάρ’ μωρ’ μάτια μου Καγκελάρης του χορού Καγκελάρης του χορού κάνε δίπλα το χορό. Κάνε δίπλ’ μωρ’ μάτια μου, κάνε δίπλα το χορό κάνε δίπλα το χορό τριτοκαγκελίσματα. Και στη μέση μωρ’ μάτια μου, και στη μέση του χορού και στη μέση του χορού, κάθεται χρυσός αητός. Κάθεται, μωρ’ μάτια μου, κάθεται χρυσός αητός, κάθεται χρυσός αητός και τροχάει τα νύχια του και τροχάει, μωρ’ μάτια μου, και τροχάει τα νύχια του, και τροχάει τα νύχια του, τις χρυσές φτερούγες του.
ΦΙΛΟΙ Μ’ ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ Φίλοι καλώς ορίσατε σε τούτο το Χωριό μας Το Πάσχα να γιορτάσουμε και το Χριστός Ανέστη Την Παναγιά τη Δέσποινα να διπλοπροσκυνάμε Την Παναγιά τη Δέσποινα όλοι παρακαλάμε Του χρόνου πάλι να ’μαστε όλοι την ίδια μέρα.
ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗ ΔΕΣΠΟΙΝΑ Την Παναγιά τη Δέσποινα να διπλοπροσκυνάμε Κι η Παναγιά η Δέσποινα πάντα μαζί μας θα ’ναι Στην Παναγιά τη Δέσποινα τάξτε χρυσά καντήλια Μέρα νύχτα να φέγγουνε ακοίμητα καντήλια γιατί πολέμους έχουμε αρρώστιες και κινδύνους Κι η Παναγιά η Δέσποινα πάντα μαζί μας θα ’ναι. |